- ριγανάτος
- η , ο приправленный душицей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριγανάτος — η, ο, Ν [ρίγανη] 1. (για ψητό φαγητό) αυτός που περιέχει ρίγανη 2. το ουδ. ως ουσ. το ριγανάτο κρέας ψητό που είναι καρυκευμένο κυρίως με ρίγανη … Dictionary of Greek
ριγανάτος — η, ο αυτός που έχει μέσα ρίγανη: Φάγαμε σήμερα αρνί ριγανάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)